ιάπτω

ιάπτω
ἰάπτω (Α)
1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ' εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.)
2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» — μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.)
3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ
4. βλάπτω, ζημιώνω («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτη» — για να μην ασχημίζει με το κλάμα της το ωραίο δέρμα της, Ομ. Οδ.)
5. εκστομίζω λόγο εναντίον ή υπέρ κάποιου, υμνολογώ ή προσβάλλω κάποιον με λόγια (α. «αἶνον ἐπ' άνδρὶ θείῳ... ἰάπτων», Αισχύλ.
β. «πικρὸν πρόσφθεγμα δεσποτῶν ἐρεῑ λόγοις ἰάπτων», Σοφ.)
6. σπεύδω με ορμή, τρέχω («ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας», Αισχύλ.)
7. φρ. (για χορό) «ἰάπτειν ὀρχήματα» — να κάνει κάποιος την έναρξη τού χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχ. ενεστ. με αναδιπλασιασμό (i-) που διατηρείται σ' όλους τους χρόνους. Το ρ. συνδέεται μάλλον εσφαλμένα με τα *ίπτομαι, ίψασθαι «πιέζω» και με τη γλώσσα τού Ησυχίου: ιάσσειν
θυμούσθαι
δάκνειν. Το ιάπτω εμφανίζει δύο διαφορετικές σημασίες: «ρίχνω, εκσφενδονίζω - χτυπώ, τραυματίζω» (πρβλ. βάλλω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰάπτω — hurt pres subj act 1st sg ἰάπτω hurt pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάψει — ἰάπτω hurt aor subj act 3rd sg (epic) ἰάπτω hurt fut ind mid 2nd sg ἰάπτω hurt fut ind act 3rd sg ἰ̱άψει , ἰάπτω hurt futperf ind mp 2nd sg ἰ̱άψει , ἰάπτω hurt futperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάψῃ — ἰάπτω hurt aor subj mid 2nd sg ἰάπτω hurt aor subj act 3rd sg ἰάπτω hurt fut ind mid 2nd sg ἰ̱άψῃ , ἰάπτω hurt futperf ind mp 2nd sg ἰ̱άψῃ , ἰάπτω hurt futperf ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάπτῃ — ἰάπτω hurt pres subj mp 2nd sg ἰάπτω hurt pres ind mp 2nd sg ἰάπτω hurt pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάψεται — ἰάπτω hurt aor subj mid 3rd sg (epic) ἰάπτω hurt fut ind mid 3rd sg ἰ̱άψεται , ἰάπτω hurt futperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάπτει — ἰάπτω hurt pres ind mp 2nd sg ἰάπτω hurt pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάπτουσι — ἰάπτω hurt pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἰάπτω hurt pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάπτουσιν — ἰάπτω hurt pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἰάπτω hurt pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάψαι — ἰάπτω hurt aor inf act ἰάψαῑ , ἰάπτω hurt aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάψειν — ἰάπτω hurt fut inf act (attic epic) ἰ̱άψειν , ἰάπτω hurt futperf inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”